χρωματοποιός

χρωματοποιός
ο
αυτός που κατασκευάζει χρώματα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • χρωματοποιός — ο, Ν χρωματουργός, παρασκευαστής χρωστικών υλών. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρώμα, ατος + ποιός*. Η λ. μαρτυρείται από το 1808 στον Κυρ. Καπετανάκη] …   Dictionary of Greek

  • χρωματοποιείο — το, Ν χρωματουργείο. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρωματοποιός + κατάλ. είο (πρβλ. σχολ είο). Η λ., στον λόγιο τ. χρωματοποιεῖον, μαρτυρείται από το 1887 στον Όθ. Ρουσόπουλο] …   Dictionary of Greek

  • χρωματουργός — ο χρωματοποιός, αυτός που κατασκευάζει χρώματα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”